Στο μεγάλο βιβλίο της φαντασίας κάθε παιδιού υπάρχει μια σκηνή, όπου μία γιαγιά, τριγυρισμένη από τα εγγόνια της δίπλα στο τζάκι αφηγείται παραμύθια. Ποιος αλήθεια έχει βιώσει στην πραγματικότητα μια τέτοια σκηνή; Νομίζω ότι τελικά η εικόνα αυτή, σαν βγαλμένη από πίνακα του Γύζη, αποτελεί έναν ευσεβή πόθο περισσότερο, παρά μια πραγματικότητα. Είναι όμως κάποιες άλλες ιστορίες, οι ιστορίες της ζωής, που η αφήγησή τους, αν και σκληρή πολλές φορές, αποτυπώνεται στο συνειδητό και στο ασυνείδητο ενός παιδιού και πολλές φορές συμβάλλει αποφασιστικά στον άνθρωπο που γίνεται.
Η δική μου η γιαγιά, που την έχω στα γονίδιά μου, είχε τέτοιες ιστορίες να αφηγηθεί, όχι εκείνες που λέγονται δίπλα στο τζάκι, αλλά εκείνες που είναι σαν εξομολόγηση και κατάθεση μαρτυρίας, απολογισμός και αναπόληση.
Κάποτε όλα ξεκινούσαν με ένα τραγούδι, που η ανάμνησή του ερχόταν ξαφνικά, σαν το καλοκαιρινό αεράκι μετά τον καύσωνα και σιγά σιγά ξετύλιγε τις μνήμες, που καθώς έρχονταν στο φως γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες.
"Ήτανε ένας γέρος και μια γριά,
είχανε μια κοπέλα που τη λέγανε Σοφιά.
Μα η μαμά της τη στέλνει στο σχολειό
κι αυτή η κυρα- δασκάλα στο πηγάδι για νερό.
Βαρύ σταμνί της δίνει, κοντό σκοινί
ν` αργήσει στο πηγάδι να της εύρει αφορμή.
Μα η Σοφία εστάθη πονηρή
τις δυο πλεξούδες κόβει κι` αυγατάει το σκοινί.
Μα η μαμά της τη βλέπει απ` τον αργαλειό,
"Σοφία τι τις έκανες τις πλεξούδες σου τις δυο;"
Στο παιδικό μου μυαλό αυτή η ιστορία της Σοφίας έχει γίνει το παραμύθι που δεν ήξερε η γιαγιά να πει. Κι ακριβώς επειδή το είχα στο μυαλό μου σκηνοθετήσει, μπόρεσα να το συγκρατήσω και χρόνια μετά μου φέρνει την ίδια ακριβώς εικόνα.
Η γιαγιά μου είχε, λένε, ωραία φωνή και της ζητούσαν να τραγουδάει στις κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως στους γάμους. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ότι σ` ένα γάμο είχε τραγουδήσει ένα αντάρτικο- θα πρέπει να ήταν μέσα στον εμφύλιο- που έκανε όλους τους καλεσμένους να δακρύσουν. Τους στίχους δεν θυμόταν να μου τους πει, όμως από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι μιλούσε για τη συνθηκολόγηση που προσπάθησαν να πετύχουν οι Άγγλοι κατά τον εμφύλιο και την άρνηση των ανταρτών να παραδώσουν τα όπλα.
Έτσι έμαθα για τον εμφύλιο. Όχι από το σχολείο και τα λειψά του βιβλία, αλλά από τη βιωμένη ιστορία.
Έμαθα για τη μάχη των Γαργαλιάνων, όταν οι αντάρτες προειδοποίησαν τους κατοίκους του χωριού να πουν σε όσους συγγενείς είχαν εκεί να φύγουν, γιατί θα γινόταν μεγάλη σφαγή και πώς η γιαγιά πήγε με τα πόδια μέσα από τα χωράφια και κρυμμένη στα χαντάκια, για να ειδοποιήσει την αδερφή της να φύγει από τους Γαργαλιάνους.
Έβοσκε τα πρόβατα, ο πατέρας της δεν την άφησε να πάει στο σχολείο, κι άκουγε τα άρβυλα των ανταρτών που κατέβαιναν από το βουνό και κάποτε τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συναντήθηκαν στη μέση κι αφού έκαναν αναγνώριση, έγινε μάχη μέσα στη νύχτα. Και η γιαγιά κρύφτηκε σε ένα γούπατο, ανάμεσα στα βάτα για να μην τη δουν ή να μην τη βρουν τα πυρά.
Μάνα δεν γνώρισε... λίγο μετά τη γέννησή της πέθανε από την καρδιά της. Την έλεγαν Ιωάννα, Γιαννούλα, από την οποία πήρε το όνομά της η θεία μου, και ο πατέρας της τη γνώρισε την εποχή που έκανε τον ταχυδρόμο, στα νιάτα του. Την αγαπούσε πολύ και λένε ότι, όταν πέθανε εκείνη, παντρεύτηκε μια γυναίκα με το ίδιο όνομα, γιατί "έψαχνε το όνομά της". Φωτογραφία δεν υπήρχε, κι έτσι η γιαγιά μου ποτέ δεν είχε εικόνα για τη μητέρα της και ούτε φυσικά και κανείς από μας. Πολύ πρόσφατα μου εξομολογήθηκε τον καημό της αυτό: "Χάθηκε, μωρέ, μια φωτογραφία;"... ποιος ξέρει σε ποιον από μας κληροδοτήθηκαν τα χαρακτηριστικά της... παράξενο, αλήθεια... να διαιωνίζεις έναν πρόγονο που αγνοείς... ίσως να πήρα τα μάτια της... κανείς στο σόι δεν έχει πράσινα μάτια- ή ίσως να τα πήρε η γιαγιά, που έχει γκριζογάλανα.Ούτε και τα δικά της κληροδοτήθηκαν σε κανέναν μας.
Με νοιάζει πολύ να μάθω για όλα αυτά... γιατί μαθαίνοντας γι` αυτούς, γνωρίζω τον εαυτό μου καλύτερα. Είναι αυτό που λέω πάντοτε, είναι οι ρίζες του δικού μου δέντρου, και δεν μπορώ να τις αγνοήσω, γιατί η ζωή μου, το καινούριο μου φύλλωμα, εξαρτάται από τις ρίζες αυτές και το νερό που συγκρατούν. Το γενεαλογικό δέντρο δεν είναι μόνο μια χρονολογική καταγραφή ενός οίκου, είναι η πορεία του αίματος, που εμπλουτισμένο παραδίδεται από γενιά σε γενιά και διαιωνίζει αυτό που μ` αρέσει να αποκαλώ ψηφιδωτό των δικών μου ανθρώπων.
Πριν λίγες μέρες έμαθα φερ` ειπείν, ότι ο προπάππους μου, ο παππούς ο "Σούγλος", που θα πει "κουβάς", ποιος ξέρει γιατί του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι, αλλά όλοι στο χωριό έχουν από ένα, ήταν άνθρωπος χαρούμενος και φιλόξενος. Το σπίτι τους είχε πάντα κόσμο και ο προπάππους μου φρόντιζε τους πάντες.και η γιαγιά το έλεγε αυτό με καμάρι, σε αντίθεση με το σπίτι του άντρα της, του παππού μου, που ήταν έρημο από κόσμο και ο παππούς μου όχι ιδιαίτερα ομιλητικός. Αυτό το χαρακτηριστικό του προπάππου μου το έχω πάρει πέρα από κάθε αμφιβολία. Μου αρέσει το σπίτι μου να είναι ανοιχτό και φιλόξενο, γεμάτο κόσμο, και να μοιράζομαι το πολύ ή το λίγο μου. Είμαι μάλλον αισιόδοξη, παρά τις κατά καιρούς συννεφιές μου και δεν είμαι μνησίκακη. Δέχομαι τους ανθρώπους όπως είναι και τους συγχωρώ, γιατί δεν βρίσκω νόημα στις μνησικακίες. Η γιαγιά μού το δίδαξε αυτό με τη στάση της. Αν και μεγάλωσε με μητριές, αν και παραγκωνίστηκε και αδικήθηκε ως παιδί, αν και υπέφερε ψυχικά και σωματικά, ποτέ δεν έλεγε κάτι κακό για κανέναν, "Δεν μπορώ, μωρέ παιδάκι μου, να το κρατώ...", μου έλεγε συχνά, όταν μέσα στην απερίσκεπτη νιότη μου απορούσα γιατί ανθρώπους, που συχνά μας αδικούσαν με τις λέξεις ή με τις πράξεις τους, η γιαγιά εξακολουθούσε να τους επισκέπτεται ή να επιζητά την παρέα τους. Με το λανθάνον αισθητήριό της αντιλαμβανόταν πως οι άνθρωποι είναι όπως είναι και δεν μπορείς να τους αλλάξεις, μπορείς μόνο να τους αποδεχτείς, αν θέλεις, με τα καλά και τα άσχημά τους και να τους συγχωρείς, όταν υπερβαίνουν τα όρια. Όπως ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, που συχνά ερίζουν για τούτο και για κείνο, με αψιμαχίες ή κάποτε με επικούς καυγάδες, όμως στο τέλος παραμένουν οικογένεια. Η γιαγιά, λοιπόν, επειδή αισθανόταν όλο το χωριό συγγενείς της, οικογένειά της, τους αντιμετώπιζε όλους το ίδιο... και μήπως δεν ήταν; ο προπάππους μου είχε κάνει τρεις γάμους κι έτσι οι περισσότεροι είμαστε μεταξύ μας συγγενείς.
Μια χούφτα τόπος στα ριζά ενός βουνού, που τους θρέφει το ίδιο χώμα και νερό. Ποιον να ξεχωρίσεις; Ακόμα και ο χρόνος βιώνεται σαν κάτι ενιαίο στο χωριό. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σαν μία ενότητα. Οι πρόγονοι και οι απόγονοι είναι διαρκώς παρόντες, αφού ακόμα και στα πειράγματα όλοι ξέρουν και θα θυμηθούν ποιανού παιδί ή εγγόνι είναι ο καθένας και ποια σουσούμια του έχει πάρει.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πριν αρκετά χρόνια ήμουν σε διακοπές στο χωριό, αργά το βράδυ, όταν πια και τα καφενεία έσβηναν τα φώτα τους, που σηκώθηκα κι εγώ να ανηφορίσω κατά το σπίτι και μέσα στη σιγαλιά της βραδιάς, αισθάνθηκα αυτή τη θαλπωρή του χωριού, τις γνώριμες σκιές και μυρωδιές του, τους ήχους και τη συντροφιά από τα θλιμμένα φώτα των παμπάλαιων κολόνων, που έκανα τη σκέψη ότι το χωριό είναι σαν ένα μεγάλο σπίτι με ευρύχωρη αυλή, ότι όπου κι αν βρισκόμουν ένιωθα την ίδια ελευθερία και ασφάλεια, σαν να κυκλοφορούσα στους διαδρόμους του σπιτιού μου. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα νιώθει και η γιαγιά μου, κι ας μην μπορεί να το εκφράσει ακριβώς. Άλλωστε, με αυτόν τον τόπο, που είναι η γενέθλια γη της, τη δένουν πιο πολλά πράγματα, απ`όσα δένουν εμάς με τις αστικές ζωές, τα ψυχρά διαμερίσματα και τους απρόσωπους δρόμους της ανασφάλειας και της μοναξιάς.
Στο χωριό ο άνθρωπος γίνεται ένα με τη γη. Την πονάει, γιατί εκείνη τον θρέφει. Η γιαγιά μιλάει για τις ελιές με τρυφερότητα, σαν να είναι αδερφές της. "Είναι φορτωμένες, οι κακομοίρες", θα πει, σαν να νιώθει το βάρος των καρπών τους στους δικούς της ώμους. Έχει πολλά κοινά με την ελιά... είναι μια ήρεμη δύναμη, που καρτερικά κυρτώνει τη ράχη της από το βάρος του χρέους, χωρίς να το αποποιείται. Κι όταν ακόμα βαρυγκομάει, αισθάνεται αυτό το βάρος σαν εξύψωση. Στο τέλος της μέρας θα δοξάσει το Θεό, για τη δύναμη που της έδωσε να αντεπεξέλθει και νιώθει πραγματική ευγνωμοσύνη για κάθε μπουκωσιά ψωμί και γάλα.
Μπορεί να μην έχω τη δική της θρησκευτική αντίληψη, αλλά τη θαυμάζω. Είναι πιστή πέρα από κάθε αμφιβολία και μάλιστα στην πιο έμπρακτη εκδοχή του χριστιανού, αυτή του Καλού Σαμαρείτη. Η σχέση της με το Θεό τη δυναμώνει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και ποτέ δεν ξεχνάει να αποτίσει ευχαριστίες για πολλά από αυτά που για τους περισσότερους από μας είναι δεδομένα. Η σχέση της με τους αγίους είναι φιλική και τα ξωκλήσια του χωριού προέκταση του σπιτιού της, γι` αυτό και συχνά ένιωθε την ανάγκη να τα φροντίζει, να τα ασπρίζει στις γιορτές, να πηγαίνει ένα μπουκαλάκι λάδι για τα καντήλια και να τα ανάβει, όποτε ο δρόμος την έβγαζε προς τα κει. Μια φορά που αμέλησε την υπόσχεσή της να ασπρίσει ένα ξωκλήσι της Παναγίας, εκείνη πήγε στον ύπνο της και τη μάλωσε... "Τούλα, είπες ότι θα το ασπρίσεις το εκκλησάκι... αφού δεν πας εσύ, θα πάω εγώ" της είπε... Κι όταν μου αφηγήθηκε αυτό το όνειρο, μου το είπε σαν να μιλούσε για κάποιο δικό της πρόσωπο, οικείο, κι όχι για τη μητέρα του Θεανθρώπου... χωρίς φόβο, αλλά σαν να τη μάλωνε η μάνα της, που δεν γνώρισε.
Ακόμα και με το Θάνατο τα έχει βρει η γιαγιά... χρόνια τώρα μου υπενθυμίζει τι θα πρέπει να κάνω όταν πεθάνει. Όλα τα έχει κανονισμένα, σαν να πήγαινε σε μια κοινωνική εκδήλωση. Ποτέ δε μιλούσε με φόβο για το θάνατο, κι αυτό ίσως με βοήθησε και μενα να τον αντιμετωπίζω με νηφαλιότητα και στωικότητα. Μια μέρα, τώρα πρόσφατα, μου εξομολογήθηκε ένα όνειρο που είχε δει και σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν προμήνυμα του θανάτου της. Της είπα ότι ήταν από το άγχος της, επειδή είχε ένα μικρό ατύχημα, και μου απάντησε: " Δεν έχω κανένα τέτοιο άγχος". Τόσο απλά και κατηγορηματικά, χωρίς συναίσθημα σχεδόν, που με σόκαρε. Για κείνη όλα είναι φυσικά, είναι η ροή της ζωής τέτοια, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Κι αφού έκανε το χρέος της, τώρα μπορεί να παραδώσει τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές... Ξέρω πως όταν η γιαγιά θα γίνει πια ιδέα, δεν θα είναι το ίδιο με το να το σκέφτομαι τώρα που ζει, αλλά ήδη νιώθω τη σημασία του να πάρω την παρακαταθήκη που μου αφήνει και να την κουβαλάω μέσα μου όσο ζω και να την μεταλαμπαδεύσω εμπλουτισμένη από τη δική μου πείρα.
Γράφω, γράφω και να την αποτυπώσω στη μεγαλοσύνη της δεν μπορώ... Όσο μεγάλος κι αν είναι ο καμβάς της, δεν μπορώ να τη σκιαγραφήσω. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από γήινη οντότητα, είναι πρωτίστως πνεύμα που μετουσιώνεται σε ύλη, για να μπορέσει να συνυπάρξει για λίγο με τις άλλες ιδέες και μετά να πετάξει στο άπειρο, εκεί όπου ανήκει....
τι ωραία που το είπε ο Πλάτωνας: "και ψυχή, ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον"...
Ευχαριστώ, γιαγιά...
"Ήτανε ένας γέρος και μια γριά,
είχανε μια κοπέλα που τη λέγανε Σοφιά.
Μα η μαμά της τη στέλνει στο σχολειό
κι αυτή η κυρα- δασκάλα στο πηγάδι για νερό.
Βαρύ σταμνί της δίνει, κοντό σκοινί
ν` αργήσει στο πηγάδι να της εύρει αφορμή.
Μα η Σοφία εστάθη πονηρή
τις δυο πλεξούδες κόβει κι` αυγατάει το σκοινί.
Μα η μαμά της τη βλέπει απ` τον αργαλειό,
"Σοφία τι τις έκανες τις πλεξούδες σου τις δυο;"
Στο παιδικό μου μυαλό αυτή η ιστορία της Σοφίας έχει γίνει το παραμύθι που δεν ήξερε η γιαγιά να πει. Κι ακριβώς επειδή το είχα στο μυαλό μου σκηνοθετήσει, μπόρεσα να το συγκρατήσω και χρόνια μετά μου φέρνει την ίδια ακριβώς εικόνα.
Η γιαγιά μου είχε, λένε, ωραία φωνή και της ζητούσαν να τραγουδάει στις κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως στους γάμους. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ότι σ` ένα γάμο είχε τραγουδήσει ένα αντάρτικο- θα πρέπει να ήταν μέσα στον εμφύλιο- που έκανε όλους τους καλεσμένους να δακρύσουν. Τους στίχους δεν θυμόταν να μου τους πει, όμως από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι μιλούσε για τη συνθηκολόγηση που προσπάθησαν να πετύχουν οι Άγγλοι κατά τον εμφύλιο και την άρνηση των ανταρτών να παραδώσουν τα όπλα.
Έτσι έμαθα για τον εμφύλιο. Όχι από το σχολείο και τα λειψά του βιβλία, αλλά από τη βιωμένη ιστορία.
Έμαθα για τη μάχη των Γαργαλιάνων, όταν οι αντάρτες προειδοποίησαν τους κατοίκους του χωριού να πουν σε όσους συγγενείς είχαν εκεί να φύγουν, γιατί θα γινόταν μεγάλη σφαγή και πώς η γιαγιά πήγε με τα πόδια μέσα από τα χωράφια και κρυμμένη στα χαντάκια, για να ειδοποιήσει την αδερφή της να φύγει από τους Γαργαλιάνους.
Έβοσκε τα πρόβατα, ο πατέρας της δεν την άφησε να πάει στο σχολείο, κι άκουγε τα άρβυλα των ανταρτών που κατέβαιναν από το βουνό και κάποτε τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συναντήθηκαν στη μέση κι αφού έκαναν αναγνώριση, έγινε μάχη μέσα στη νύχτα. Και η γιαγιά κρύφτηκε σε ένα γούπατο, ανάμεσα στα βάτα για να μην τη δουν ή να μην τη βρουν τα πυρά.
Μάνα δεν γνώρισε... λίγο μετά τη γέννησή της πέθανε από την καρδιά της. Την έλεγαν Ιωάννα, Γιαννούλα, από την οποία πήρε το όνομά της η θεία μου, και ο πατέρας της τη γνώρισε την εποχή που έκανε τον ταχυδρόμο, στα νιάτα του. Την αγαπούσε πολύ και λένε ότι, όταν πέθανε εκείνη, παντρεύτηκε μια γυναίκα με το ίδιο όνομα, γιατί "έψαχνε το όνομά της". Φωτογραφία δεν υπήρχε, κι έτσι η γιαγιά μου ποτέ δεν είχε εικόνα για τη μητέρα της και ούτε φυσικά και κανείς από μας. Πολύ πρόσφατα μου εξομολογήθηκε τον καημό της αυτό: "Χάθηκε, μωρέ, μια φωτογραφία;"... ποιος ξέρει σε ποιον από μας κληροδοτήθηκαν τα χαρακτηριστικά της... παράξενο, αλήθεια... να διαιωνίζεις έναν πρόγονο που αγνοείς... ίσως να πήρα τα μάτια της... κανείς στο σόι δεν έχει πράσινα μάτια- ή ίσως να τα πήρε η γιαγιά, που έχει γκριζογάλανα.Ούτε και τα δικά της κληροδοτήθηκαν σε κανέναν μας.
Με νοιάζει πολύ να μάθω για όλα αυτά... γιατί μαθαίνοντας γι` αυτούς, γνωρίζω τον εαυτό μου καλύτερα. Είναι αυτό που λέω πάντοτε, είναι οι ρίζες του δικού μου δέντρου, και δεν μπορώ να τις αγνοήσω, γιατί η ζωή μου, το καινούριο μου φύλλωμα, εξαρτάται από τις ρίζες αυτές και το νερό που συγκρατούν. Το γενεαλογικό δέντρο δεν είναι μόνο μια χρονολογική καταγραφή ενός οίκου, είναι η πορεία του αίματος, που εμπλουτισμένο παραδίδεται από γενιά σε γενιά και διαιωνίζει αυτό που μ` αρέσει να αποκαλώ ψηφιδωτό των δικών μου ανθρώπων.
Πριν λίγες μέρες έμαθα φερ` ειπείν, ότι ο προπάππους μου, ο παππούς ο "Σούγλος", που θα πει "κουβάς", ποιος ξέρει γιατί του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι, αλλά όλοι στο χωριό έχουν από ένα, ήταν άνθρωπος χαρούμενος και φιλόξενος. Το σπίτι τους είχε πάντα κόσμο και ο προπάππους μου φρόντιζε τους πάντες.και η γιαγιά το έλεγε αυτό με καμάρι, σε αντίθεση με το σπίτι του άντρα της, του παππού μου, που ήταν έρημο από κόσμο και ο παππούς μου όχι ιδιαίτερα ομιλητικός. Αυτό το χαρακτηριστικό του προπάππου μου το έχω πάρει πέρα από κάθε αμφιβολία. Μου αρέσει το σπίτι μου να είναι ανοιχτό και φιλόξενο, γεμάτο κόσμο, και να μοιράζομαι το πολύ ή το λίγο μου. Είμαι μάλλον αισιόδοξη, παρά τις κατά καιρούς συννεφιές μου και δεν είμαι μνησίκακη. Δέχομαι τους ανθρώπους όπως είναι και τους συγχωρώ, γιατί δεν βρίσκω νόημα στις μνησικακίες. Η γιαγιά μού το δίδαξε αυτό με τη στάση της. Αν και μεγάλωσε με μητριές, αν και παραγκωνίστηκε και αδικήθηκε ως παιδί, αν και υπέφερε ψυχικά και σωματικά, ποτέ δεν έλεγε κάτι κακό για κανέναν, "Δεν μπορώ, μωρέ παιδάκι μου, να το κρατώ...", μου έλεγε συχνά, όταν μέσα στην απερίσκεπτη νιότη μου απορούσα γιατί ανθρώπους, που συχνά μας αδικούσαν με τις λέξεις ή με τις πράξεις τους, η γιαγιά εξακολουθούσε να τους επισκέπτεται ή να επιζητά την παρέα τους. Με το λανθάνον αισθητήριό της αντιλαμβανόταν πως οι άνθρωποι είναι όπως είναι και δεν μπορείς να τους αλλάξεις, μπορείς μόνο να τους αποδεχτείς, αν θέλεις, με τα καλά και τα άσχημά τους και να τους συγχωρείς, όταν υπερβαίνουν τα όρια. Όπως ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, που συχνά ερίζουν για τούτο και για κείνο, με αψιμαχίες ή κάποτε με επικούς καυγάδες, όμως στο τέλος παραμένουν οικογένεια. Η γιαγιά, λοιπόν, επειδή αισθανόταν όλο το χωριό συγγενείς της, οικογένειά της, τους αντιμετώπιζε όλους το ίδιο... και μήπως δεν ήταν; ο προπάππους μου είχε κάνει τρεις γάμους κι έτσι οι περισσότεροι είμαστε μεταξύ μας συγγενείς.
Μια χούφτα τόπος στα ριζά ενός βουνού, που τους θρέφει το ίδιο χώμα και νερό. Ποιον να ξεχωρίσεις; Ακόμα και ο χρόνος βιώνεται σαν κάτι ενιαίο στο χωριό. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σαν μία ενότητα. Οι πρόγονοι και οι απόγονοι είναι διαρκώς παρόντες, αφού ακόμα και στα πειράγματα όλοι ξέρουν και θα θυμηθούν ποιανού παιδί ή εγγόνι είναι ο καθένας και ποια σουσούμια του έχει πάρει.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πριν αρκετά χρόνια ήμουν σε διακοπές στο χωριό, αργά το βράδυ, όταν πια και τα καφενεία έσβηναν τα φώτα τους, που σηκώθηκα κι εγώ να ανηφορίσω κατά το σπίτι και μέσα στη σιγαλιά της βραδιάς, αισθάνθηκα αυτή τη θαλπωρή του χωριού, τις γνώριμες σκιές και μυρωδιές του, τους ήχους και τη συντροφιά από τα θλιμμένα φώτα των παμπάλαιων κολόνων, που έκανα τη σκέψη ότι το χωριό είναι σαν ένα μεγάλο σπίτι με ευρύχωρη αυλή, ότι όπου κι αν βρισκόμουν ένιωθα την ίδια ελευθερία και ασφάλεια, σαν να κυκλοφορούσα στους διαδρόμους του σπιτιού μου. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα νιώθει και η γιαγιά μου, κι ας μην μπορεί να το εκφράσει ακριβώς. Άλλωστε, με αυτόν τον τόπο, που είναι η γενέθλια γη της, τη δένουν πιο πολλά πράγματα, απ`όσα δένουν εμάς με τις αστικές ζωές, τα ψυχρά διαμερίσματα και τους απρόσωπους δρόμους της ανασφάλειας και της μοναξιάς.
Στο χωριό ο άνθρωπος γίνεται ένα με τη γη. Την πονάει, γιατί εκείνη τον θρέφει. Η γιαγιά μιλάει για τις ελιές με τρυφερότητα, σαν να είναι αδερφές της. "Είναι φορτωμένες, οι κακομοίρες", θα πει, σαν να νιώθει το βάρος των καρπών τους στους δικούς της ώμους. Έχει πολλά κοινά με την ελιά... είναι μια ήρεμη δύναμη, που καρτερικά κυρτώνει τη ράχη της από το βάρος του χρέους, χωρίς να το αποποιείται. Κι όταν ακόμα βαρυγκομάει, αισθάνεται αυτό το βάρος σαν εξύψωση. Στο τέλος της μέρας θα δοξάσει το Θεό, για τη δύναμη που της έδωσε να αντεπεξέλθει και νιώθει πραγματική ευγνωμοσύνη για κάθε μπουκωσιά ψωμί και γάλα.
Μπορεί να μην έχω τη δική της θρησκευτική αντίληψη, αλλά τη θαυμάζω. Είναι πιστή πέρα από κάθε αμφιβολία και μάλιστα στην πιο έμπρακτη εκδοχή του χριστιανού, αυτή του Καλού Σαμαρείτη. Η σχέση της με το Θεό τη δυναμώνει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και ποτέ δεν ξεχνάει να αποτίσει ευχαριστίες για πολλά από αυτά που για τους περισσότερους από μας είναι δεδομένα. Η σχέση της με τους αγίους είναι φιλική και τα ξωκλήσια του χωριού προέκταση του σπιτιού της, γι` αυτό και συχνά ένιωθε την ανάγκη να τα φροντίζει, να τα ασπρίζει στις γιορτές, να πηγαίνει ένα μπουκαλάκι λάδι για τα καντήλια και να τα ανάβει, όποτε ο δρόμος την έβγαζε προς τα κει. Μια φορά που αμέλησε την υπόσχεσή της να ασπρίσει ένα ξωκλήσι της Παναγίας, εκείνη πήγε στον ύπνο της και τη μάλωσε... "Τούλα, είπες ότι θα το ασπρίσεις το εκκλησάκι... αφού δεν πας εσύ, θα πάω εγώ" της είπε... Κι όταν μου αφηγήθηκε αυτό το όνειρο, μου το είπε σαν να μιλούσε για κάποιο δικό της πρόσωπο, οικείο, κι όχι για τη μητέρα του Θεανθρώπου... χωρίς φόβο, αλλά σαν να τη μάλωνε η μάνα της, που δεν γνώρισε.
Ακόμα και με το Θάνατο τα έχει βρει η γιαγιά... χρόνια τώρα μου υπενθυμίζει τι θα πρέπει να κάνω όταν πεθάνει. Όλα τα έχει κανονισμένα, σαν να πήγαινε σε μια κοινωνική εκδήλωση. Ποτέ δε μιλούσε με φόβο για το θάνατο, κι αυτό ίσως με βοήθησε και μενα να τον αντιμετωπίζω με νηφαλιότητα και στωικότητα. Μια μέρα, τώρα πρόσφατα, μου εξομολογήθηκε ένα όνειρο που είχε δει και σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν προμήνυμα του θανάτου της. Της είπα ότι ήταν από το άγχος της, επειδή είχε ένα μικρό ατύχημα, και μου απάντησε: " Δεν έχω κανένα τέτοιο άγχος". Τόσο απλά και κατηγορηματικά, χωρίς συναίσθημα σχεδόν, που με σόκαρε. Για κείνη όλα είναι φυσικά, είναι η ροή της ζωής τέτοια, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Κι αφού έκανε το χρέος της, τώρα μπορεί να παραδώσει τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές... Ξέρω πως όταν η γιαγιά θα γίνει πια ιδέα, δεν θα είναι το ίδιο με το να το σκέφτομαι τώρα που ζει, αλλά ήδη νιώθω τη σημασία του να πάρω την παρακαταθήκη που μου αφήνει και να την κουβαλάω μέσα μου όσο ζω και να την μεταλαμπαδεύσω εμπλουτισμένη από τη δική μου πείρα.
Γράφω, γράφω και να την αποτυπώσω στη μεγαλοσύνη της δεν μπορώ... Όσο μεγάλος κι αν είναι ο καμβάς της, δεν μπορώ να τη σκιαγραφήσω. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από γήινη οντότητα, είναι πρωτίστως πνεύμα που μετουσιώνεται σε ύλη, για να μπορέσει να συνυπάρξει για λίγο με τις άλλες ιδέες και μετά να πετάξει στο άπειρο, εκεί όπου ανήκει....
τι ωραία που το είπε ο Πλάτωνας: "και ψυχή, ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον"...
Ευχαριστώ, γιαγιά...
Σχόλια