Κοιτάζω τα χέρια μου και σκέφτομαι τι εικόνα μπορεί να δίνουν για τον εαυτό μου, Πώς θα τα χαρακτήριζε κάποιος; Χέρια ανθρώπου καπάτσου, ποιητή ή κτίστη; διστακτικά ή αποφασιστικά; δειλά ή θαρραλέα; Η όψη των χεριών, η μορφή τους, έλκυε πάντα το βλέμμα μου, μάλλον υποσυνείδητα, και τούτη τη στιγμή, σαν μια έκλαμψη συνειδητότητας, αντιλήφθηκα ότι η εικόνα των χεριών ίσως καθορίζει σε κάποιο βαθμό την εικόνα που έχω για τον κάτοχό τους και τη στάση μου απέναντί του.
Ας πούμε, τα δυνατά χέρια, με τις σίγουρες κινήσεις, μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Θαυμάζω τους ανθρώπους που οι κινήσεις τους δεν είναι νευρικές, αλλά καθαρές, γεμάτες σιγουριά για την πράξη που επιτελούν, σαν να δημιουργήθηκαν για την εργασία αυτή. Αυτά τα χέρια τείνω να θέλω να μιμηθώ, που η ψυχή τα έχει κάνει εργαλεία της προαίρεσής της, αρκεί αυτή να είναι αγαθή. Αυτή τη σιγουριά την έχω συνήθως μόνο πάνω στο χαρτί, σπάνια οι κινήσεις μου διέπονται από σιγουριά και αρμονία, όταν πρόκειται για άλλης φύσεως εργασία. Τη γραφίδα την κατέχω σαν όπλο και σαν εργαλείο.Νιώθω, κι ας ξέρω ότι υπερβάλλω, ότι λίγοι μου παραβγαίνουν σ` αυτή τη σιγουριά. Ακόμα κι αν δεν ξέρω τι να γράψω, πάλι σταθερά ακουμπάω το μολύβι στο χαρτί μου.
Τα χέρια τα λεπτεπίλεπτα, τα "ποιητικά", όπως τα λέω, που δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια, τα θαυμάζω στην ποιητικότητα και στην υπομονή τους, αλλά νιώθω ότι προδίδουν ψυχή που εσκεμμένα αποκλίνει της ουσίας και δίνει έμφαση στα λεπταίσθητα και ονειρώδη. Κι ας είναι μεθοδικά, νιώθω πως δεν μπορούν να στηρίξουν ολότητες, αλλά σπαράγματα, "σπασμένες αρτιότητες", όπως θα έλεγε η Δημουλά. Δίνουν μορφή χωρίς ουσία, ρυθμό χωρίς στίχο, ενορχηστρώνουν τη σιωπή σαν να ήταν σύνθεση.
Υπάρχουν και τα χέρια της θυσίας. Χέρια που όταν σε αγγίζουν σου μετακενώνουν την ενέργειά τους, μαθημένα να δίνουν ζωή, σαν τα έμπειρα χέρια του σπορέα που ξέρει πού και πότε πρέπει να φυτευτεί ο σπόρος. Τέτοια χέρια συνάντησα λίγες φορές στη ζωή μου και την αίσθησή τους την έχω ακόμα στους ώμους μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που στεκόμουν μ` εκείνο το αίσθημα της εγκατάλειψης δυνάμεων, τα μάτια μου ατένιζαν κάπου στο γκρίζο της απροθυμίας, όταν τα δύο εκείνα χέρια με άδραξαν από τους ώμους, όχι σαν να θέλουν να με ταρακουνήσουν, δυνατά μαζί και τρυφερά, και μου μετάγγισαν το ηλεκτρικό τους φορτίο. Ένιωσα τη θέρμη να διαχέεται από τους ώμους μου στα ακροδάχτυλα κι από `κει να καταλαμβάνουν το είναι μου ολόκληρο. Ένιωσα σαν να συνέρχομαι από λήθαργο, σαν να αποκτούσα και πάλι υπόσταση, να επανερχόμουν στο εδώ και στο τώρα. Για πρώτη φορά, νομίζω, κατάλαβα με βιωματικό τρόπο αυτό που λένε "θετική ενέργεια". Και το πιο όμορφο είναι ότι το πρόσωπο που είχε αυτά τα χέρια δεν είχε ιδέα για τις μαγικές τους ιδιότητες. Δεν ήταν πως μας έδενε κάτι ξεχωριστό, που ένιωσα αυτή την ενέργεια.. ήταν τα χέρια εκείνα... η δύναμή τους στηριζόταν στην αγαθή πρόθεση της ψυχής να προσφέρει αφειδώς.
Αρκετά χρόνια αργότερα, δυο άλλα χέρια, δυο μικρές εστίες φωτιάς, που διαπέρασαν σαν να ήταν άυλο το χοντρό μου πανωφόρι, γέμισαν την καρδιά μου με τη θέρμη εκείνη της επιβεβαιωμένης παρουσίας.
Το πιο μαγικό είναι ότι ακόμα κι όταν η μορφή θάμπωνε στο νου μου, αρκούσε να κλείσω- να μισοκλείσω- τα μάτια και να ανακαλέσω αυτή την αίσθηση. Νομίζω, όταν μερικές φορές δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με λόγια τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου σε κάποιον, αυτά σε κατακλύζουν ορμητικά και βρίσκουν τελικά τρόπο να μεταφέρουν το κρυφό τους μυστήριο, το μήνυμα που καλείται να αποκωδικοποιήσει αυτός που άγγιξαν. Τα χέρια κάνουν τη δική τους μικρή εξομολόγηση μέσα από τις αυθόρμητες ή τις προαποφασισμένες κινήσεις. Μα λένε την αλήθεια μονάχα όταν υποκινούνται από την ψυχή και όχι από τον υπολογιστή νου. Όταν ψηλαφούν διστακτικά,
κι η αφή τους γυρεύει να μεταδώσει τη θέρμη της καρδιάς, πριν τα κάψει και τα μαραζώσει, όταν επίμονα κι επιτακτικά επιστρέφουν σ` αυτή την κίνηση, ανυπομονώντας να προδώσουν το μυστικό τους.
Γεννήθηκαν για να φανερώνουν τις μύχιες σκέψεις, γι` αυτό κι όταν κινούνται, όταν αγγίζουν, όταν ψηλαφούν ή διεκδικούν, το κάνουν πιο έντονα από τα λόγια, είναι χέρια που ενορχηστρώνουν συναισθήματα, που αν τα παρατηρήσεις προσεκτικά, μπορεί σχεδόν να ακούσεις το τραγούδι τους. Όταν αναπολώ αυτή την αίσθηση, μου έρχεται στο νου ένας στίχος του Ρίτσου: "...ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στο αριστερό πλευρό μου τη ζέστα από το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου...".
Είναι τα χέρια εκείνα που φεύγουν απ` αυτόν που τα φορά και γίνονται φτερά σ` αυτόν που συνοδεύουν... Μήπως έτσι γεννιούνται οι άγγελοι;
Σχόλια
Υπέροχα διεισδυτικό Δήμητρα!!!! :)
Μπράβο πουλάκι μου.Γράφεις υπέροχα :-D