Ένα δοκίμιο σαν παραμύθι....
Ξεκίνησα να γράφω στο χαρτί σκόρπιες σκέψεις (όχι και τόσο σκόρπιες, όπως αποδείχτηκε) και στην πορεία ένα μέρος του κειμένου επαναστάτησε, ζητώντας αυτονομία. Είπα να μην το αλλάξω κατά την ηλεκτρονική του μεταφορά. γιατί παρουσιάζει, νομίζω, αφηγηματικό, ψυχαναλυτικό και συνειρμικό ενδιαφέρον...
Καλή ανάγνωση και ραντεβού στην κορυφή...
"Θα ήθελα να είχα γεννηθεί πριν από 200- 300 χρόνια στην Ελλάδα, να την περιηγηθώ όπως οι παλιοί περιηγητές", έλεγα στο δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα έπειτα από ένα ολιγοήμερο ταξίδι στη Φθιώτιδα.
Η σκέψη μου φάνηκε ρομαντική στην αρχή. Σήμερα αποτυπώνοντας στο χαρτί αυτές τις γραμμές, μου φάνηκε εντελώς ηλίθια.
Σκέφτηκα πόση αμάσητη προπαγάνδα χωράει σε μια τόσο μικρή σκέψη. Στο μυαλό μου την ώρα που εκστόμιζα την αυθόρμητη αυτή επιθυμία ήταν μια Ελλάδα σαν αυτή την ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσιάζουν τα ρομαντικά ηθογραφικά διηγήματα- τα οποία έχω την τύχη να διδάσκω και ξέρω πολύ καλά σε τι αποσκοπούν- κι ακόμα καλύτερη, εξιδανικευμένη, ενώ ξέρω πολύ καλά ότι αφ` ενός πριν από 300 χρόνια δεν υπήρχε Ελλάδα, όχι με την εννοια του εθνικού κράτους τουλάχιστον, κι ότι η εξιδανικευμένη της εικόνα θα είχε να κάνει κυρίως με τα μνημεία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, που τότε θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ` ό, τι είναι σήμερα. Δεν είχα στο μυαλό μου τους ανθρώπους και τις συνθήκες που ζούσαν στο διάβα τριών αυτοκρατοριών. Θα ήταν ωραίο να δεις ένα κάστρο την εποχή που χτίστηκε, τα κάστρα είναι όμορφα και περιβάλλονται από μία ατμόσφαιρα μυστηριακή (ας είναι καλά τα παραμύθια), αντί να βλέπεις το σωρό των ερειπιών σήμερα και από κάτω, έξω από τα τείχη, ένα εξάμβλωμα πόλης. Μα πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι τα κάστρα δεν δημιουργήθηκαν για να παίρνουμε εμείς σήμερα φωτογραφίες ωσάν χαζοτουρίστες. Εξυπηρετούσαν τις αμυντικές ανάγκες της περιοχής και σε πολλές περιπτώσεις κατόρθωσαν να προστατέψουν τον πληθυσμό ή καταστράφηκαν εκ θεμελιων από πολιορκητές.
Πριν από 180 χρόνια περίπου θεμελιώθηκε το ελληνικό εθνικό κράτος, μικρογραφία του σημερινού. Ξεκινά τρεκλίζοντας και παραπαίοντας να συσταθεί και ο καθένας έχει μια δική του ιδέα για το πώς πρέπει να γίνει αυτό εφικτό. Οι ιδέες όμως είναι παιδιά όχι μόνο των οραμάτων αλλά και των συμφερόντων, γι` αυτό και η ελληνική πολιτεία παρέπαιε συχνά ανάμεσα στο "θα ήθελα να γίνει..." και στο "είναι συμφέρον να γίνει..." κι όταν τα οράματα και τα συμφέροντα είναι πολλά και αντιφατικά, ο πάσης φύσεω πόλεμος είναι αναπόφευκτός.
Κάποιοι πίστεψαν ότι το κράτος οφείλει να τα καταφέρει μόνο του, στηριγμένο στις δικές του δυναμεις και προσπάθησαν να πολεμήσουν κάθε τι ξένο. Άλλοι ήταν πεπεισμένοι και εξαναγκασμένοι να (εξ)υπηρετούν τις ξένες- ή ανάλογα με τα ιστορικά συμφραζόμενα- συμμαχικές δυνάμεις, προσπαθώντας να φέρουν αυτό το εθνικό μόρφωμα στα μέτρα τους. Άλλοι προσπάθησαν να συμβιβάσουν τα πράγματα, να τα συγκεράσουν προς όφελος όλων, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε με παταγώδη αποτυχία.
Όπως κι αν έχει όμως το πράγμα, θα πρέπει να εμβαθύνουμε ψυχαναλυτικά στα μύχια της ελληνικής ψυχής- αν υπάρχει τέτοιο πράγμα και θα πρέπει να υπάρχει, αφού στα γεωγραφικά και εθνογραφικά πλαίσια μετέχουμε της ίδιας παιδείας- και της έλλειψής της- και της κουλτούρας εν γένει, για να κατανοήσουμε "Τις πταίει" επιτέλους...
Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε σε μία φυσαλίδα, η οποία περιδιαβαίνει τη χώρα διαχρονικά, είναι αθέατη και απυρόβλητη και από κει μέσα μπορούμε να παρακολουθούμε τα πράγματα όσο το δυνατόν αμέτοχοι.
Ενώ εμείς έχουμε θέα από ψηλά, το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι οτι οι άνθρωποι αυτής της χώρας είναι κοντόφθωροι και μονοδιάστατοι. Βλέπουν, όπως λέμε, μέχρι τη μύτη τους. Αυτή η υπερμετρωπία είναι εκούσια και πολύ συχνά βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Ας παρακολουθήσουμε, επί παραδείγματι, αυτή τη σκηνή:
Ο γιος/ η κόρη μόλις έχει τσακωθεί με τους γονείς του/ της και τρέχει στο δωμάτιό του/ της, χτυπώντας πίσω του με πάταγο την πόρτα. Δεν στέκεται κανείς στην ουσία, την αρχική αιτία, αλλά στη συγκεκριμένη πράξη: "Μη μου χτυπάς εμένα την πόρτα!", σημειώνει ο γονιός εμφατικά, "γιατί θα δεις τι έχεις να πάθεις" κι από μέσα του "στο κάτω κάτω εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα. Εσύ να κάνεις ό, τι θες στο σπίτι σου" και στο τηλέφωνο "μα, να μου χτυπήσει εμένα την πόρτα;". Η ουσία όλου του πράγματος είναι στο κοπάνημα της πόρτας. Είμαι σίγουρη ότι πολλές φορές όλοι νιώσαμε την επιθυμία να κοπανίσουμε πίσω μας μια πόρτα, αλλά το θέμα δεν είναι η πόρτα, είναι το συναίσθημα που εκφράζεται με τον τρόπο αυτό, προϊόν ενός αισθήματος αδικίας, την οποία "αυτός που κάνει κουμάντο" κάθε φορά δεν φαίνεται να συμμερίζεται, οπότε επιτείνει το αίσθημα αυτό και στην ουσία κανείς μέχρι αυτή τη στιγμή δεν ασχολήθηκε με το "γιατί κάποιος να κοπανίσει μια πόρτα", σαν η πόρτα αυτή τη στιγμή να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Κάπως έτσι δημιουργούνται τα κοινωνικά στερεότυπα συμπεριφοράς, όπου στο ζεύγος ψυχαναλυτικής συμμετρίας πατέρας- γιος μπορούμε να τοποθετήσουμε αναλογικά τα ζεύγη άτομο- κοινωνία, κοινωνία- πολιτική, "κλέφτες και αστυνόμοι", ολυμπιακοί- παναθηναϊκοί, Άνω Παναγιά- Κάτω Παναγιά και πάει λέγοντας.
Κάθε φορά που χτυπάει μια πόρτα, γίνεται μια απεργία, πέφτει ξύλο, γίνονται τρομοκρατικές ή ρατσιστικές επιθέσεις νιώθουμε ότι η κοινωνική ισορροπία διασαλεύεται. Μόνο που αυτή η ισορροπία ΗΤΑΝ διασαλευμένη από πριν.ΤΩΡΑ απλώς βιώνουμε τις επιπτώσεις. Όταν για πρώτη φορά τσακωθήκαμε και κόψαμε τις γέφυρες επικοινωνίας, πιάσαμε από μία όχθη να στρατοπεδεύσουμε και μείναμε να κοιτάζουμε αποσβολωμένοι τον Ρουβίκωνα των λαθών μας να κυλάει ορμητικά ανάμεσά μας. Και πώς να στεριώσεις νέες γέφυρες;Τίνος πρωτομάστορα η γυναίκα θα θεμελιώσει το γεφύρι ανάμεσά μας; και κυρίως δικός τους θα είναι ο πρωτομάστορας ή δικός μας; δικός τους, γιατί εκείνοι στο κάτω κάτω φταίνε..
Και οι μέρες κυλούν στις όχθες. Ο χείμαρρος άλλοτε κατεβαίνει ορμητικός, θολός, οργισμένος ποτάμιος θεός κι άλλοτε ήρεμος και κελαρυστός. Άλλοτε χωρίζει κι άλλοτε μοιάζει να θέλει να ενώσει. Μα ο ένοχος ανάμεσά μας δεν έχει βρεθεί ακόμα και η εμπιστοσύνη δεν έχει αποκατασταθεί.
Στην αρχαία τραγωδία, για να προαχθεί η πλοκή και να οδηγηθεί το δράμα στη λύση του, έκανε την εμφάνισή του ένας από μηχανής θεός ή ένας αγράμματος αγγελιαφόρος ή ένας τυφλός μάντης, όπως- θυμάμαι- ένας παππούς 97χρονος στην Κρήτη που "δίδασκε" βιωμένη ιστορία και ανθρωπιά κι ένας βοσκός στα ορεινά της Οίτης που θα το είχε μεράκι να γίνει ιστορικός ή αρχαιολόγος, αλλά δεν το ομολογούσε και πού τόσα πράγματα είχε να αφηγηθεί για το πώς φτιάχτηκε ο σιδηρόδρομος ή για το πώς άνοιξε ο Δίας ένα φαράγγι νερό για να δροσίσει το γιο του τον Ηρακλή που καιγόταν από τον δολερό χιτώνα του Νέσσου. Κάτι τέτοιες φιγούρες εμφανίζονταν συχνά στις όχθες και μιλούσαν για όσα μπορούσαν να γίνουν για να φτιαχτεί και πάλι το γεφύρι, μα εκείνες τις μέρες το ποτάμι σαν να το έκανε επίτηδες και κατέβαζε τα φουσκωμένα νερά του με τρομερό πάταγο κι έπνιγε τα λόγια. Αυτοί, να ξέρεις, θα ναι τίποτα βαλτοί ή απλώς γραφικοί τρελοί. Πάντως έπρεπε να σωπάσουν. Ας τραβούσαν στα μαντριά τους, στα "κρυφά σχολειά" της βιοπάλης κι ας τους άφηναν ήσυχους. "Εδώ, γέρο, έχουμε πόλεμο κι εσύ μας λες για την τέχνη του γεφυροποιού! Όταν γίνει ο πόλεμος και νικήσουμε τους από κει θα φτιάξουμε ένα μηχανικό γεφύρι, να περνάμε όποτε θέλουμε..."
Μα τα γεφύρια είναι γεφύρια, είναι απλωμένα χέρια που ενώνονται από βούληση, δεν είναι μηχανές. Αυτοί που κάθονται στις όχθες είναι όλοι τους κουλοί;
Βούληση είπα και θυμήθηκα..
Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να μην ξέρει τι θέλει. Αγχώνομαι και θυμώνω που δεν μπορώ να αυτοπροσδιοριστώ. Μου λένε να μην αγχώνομαι, είναι πολλοί σαν και μένα, είναι φυσιολογικό. Το ότι είναι πολλοί δεν μου προσφέρει κανενός είδους εφησυχασμό. Το αντίθετο.
Με κάνει να τρέμω στην ιδέα της εγκατάλειψης του εαυτού σε αδοκίμαστα χέρια. Γιατί όλο και κάποιος έρχεται πρόθυμος να σου δείξει αυτό που δεν ήξερες ότι χρειάζεσαι. Κάθομαι, λοιπόν, κάτω και βασανίζω τον εαυτό μου, τον ανακρίνω νυχθημέρον στο δυνατό φως της λάμπας αναγνώρισης. "Ποιος είσαι;" "Δεν ξέρω" "Τι θα πει "δεν ξέρεις"; μάθε, μάθε, μάθε..." Ανοίγω τα μάτια σαν από αιώνιο λήθαργο. Βρίσκομαι στην ίσαλο γραμμή της Αυτογνωσίας και το πλοίο μου μπάζει νερά. Μόλις χτύπησε στην ξέρα Άγνοια. Κάποιοι εκεί πάνω διψούν σπαρακτικά, μα στο πλοίο δεν αποφασίζουν να μπουν. Βυθίζεται. Χαίρομαι την πλημμύρα. Το πλοίο μου καταδύεται στα βάθη της συνείδησης και βυθοσκοπεί για πολύχρωμα κοράλια και μαργαριτάρια. Είναι θέμα οπτικής. Εκείνοι από πάνω με βλέπουν με θλίψη σαν ναυάγιο. Εγώ από κάτω τους βλέπω σα διψασμένους πάνω από ένα πηγάδι χωρίς σκοινί και τάσι για να ρίξουν και να σβήσουν τη δίψα τους. Είναι βλέπεις κι άλλο το πρόβλημα: ποιος θα πιεί πρώτος; όλοι διψούν το ίδιο. Κι άραγε ξέρει κανείς αν το νερό είναι πόσιμο; επιλέγουμε τη μοίρα του Ταντάλου... πιο βολική η γνώριμή μας δίψα.
Κάποτε σπρωγμένοι από την ανάγκη, οι δυο στρατοί κάνοντας εναλλάξ τα στραβά μάτια πηγαίνουν και κόβουν τους απαγορευμένους καρπούς ενός παράξενου δέντρου εξωτικού, που λέγεται Άλλοθι. Κανείς δεν ξέρει την προέλευσή του, ποιος το φύτεψε πρώτος, μα το σίγουρο είναι οτι οι καρποί του είναι εθιστικοί. Είναι άνοστοι, μα σε χορταίνουν προσωρινά και ύστερα σε κάνουν να θες κι άλλο, κι άλλο, κι` άλλο και κάποτε σπαταλάς τη ζωή σου ολόκληρη να βρεις τους σπάνιους κι εξωτικούς, εξαιρετικά εθιστικούς καρπούς.
Ψηλά, πάνω από το δάσος με τα Άλλοθι, σε μια απόκρημνη κορυφή του όρους Αυτογνωσία είναι χτισμένος ένας ναός της Αγίας Γνώσης και το παρεκκλήσι της Οσίας Ιστορίας. Κάποιοι από τους στρατιώτες στις όχθες του ποταμού Θυμού τα βράδια με πανσέληνο έλεγαν ιστορίες φωναχτά- για να ξορκίζουν τον ίδιο τους το φόβο- για τους ναούς αυτούς."Ήταν, λέει, στοιχειωμένοι από Δασκάλους που πολέμησαν ηρωικά κατά τον Γ΄ Σκοταδιστικό Πόλεμο. Μα τελικά βασίλεψαν η Αυτάρκεια και ο Κορεσμός, δίδυμα αδέρφια, παιδιά του βασιλιά Αλαζόνα, και τους Δασκάλους εξόρισαν στο όρος Αυτογνωσία. Τους καταράστηκαν μάλιστα να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και κανείς να μην τους ακούει. Τόσο είχαν θιγεί τα συμφέροντα των βασιλοπαίδων και των αυλοκολάκων τους. Λέγεται μάλιστα πως πριν από μερικούς αιώνες ένας εξ αυτών κατέβηκε κρυφά από την εξορία του, γυρνούσε ρακένδυτος από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό και από πόρτα σε πόρτα και προειδοποιούσε: "Δεν βλέπετε όπου το γένος μας αγρίευσεν από την αμάθεια και εγίναμεν όλοι ωσαν θηρία; Να κάμετε σχολεία, αδερφοί...". Μα η χλαπαταγή από τα πιρούνια και τα κουτάλια, τα χρυσαφικά και τα τσόκαρα κάλυπτε τη γέρικη θυμόσοφη φωνή του. Αιώνες τώρα γυρίζει σαν τον προάγγελο, μα όλοι κωφεύουν. Κι όταν γυρίζει αποκαμωμένος τις νύχτες στο ναό της Γνώσης και θυμιατίζει το παρεκκλήσι της Ιστορίας, οι συλλειτουργοί του Δάσκαλοι χτυπούν την καμπάνα λυπητερά: "μάθε, μάθε, μάθε...." Στα 1000 χρόνια κάποιο αλαφροΐσκιωτο αυτί τους αφουγκράζεται και παίρνει τον ανήφορο, μα εγώ ποτέ μου δεν άκουσα μήτε είδα κανέναν τους. Ακουστά έχω αυτές τις ιστορίες."
Όλοι στρέφουν τα μάτια στην κορυφή του βουνού και απορούν: "Μα υπήρχαν, αλήθεια, τέτοιοι υπεράνθρωποι; Τι σου ήταν εκείνοι οι Παλαιοί. Πνευματικοί γίγαντες. Εμείς εδώ στα πεδινά, νάνοι μπροστά τους..."
"Μπα, μην τα πιστεύετε αυτά!", φώναξε κάποιος άλλος με σταθερή φωνή. Να ήταν δικός τους ή δικός μας; "Προπαγάνδες και ψευτιές, για να μας αποπροσανατολίσουν!"
Με τα λόγια αυτά κοιμήθηκαν όλοι εφησυχασμένοι.
http://www.youtube.com/watch?v=_qHCLm9ghCg&list=PL853E16AB336DC8C9
Σχόλια