"Το ξέρεις κι` εσύ, το να είσαι καλό παιδί χρειάζεται μεγάλη καταπίεση", λέει η Γλαύκη στο Λουκά, στην "Αίθουσα του Θρόνου". Πολλές φορές είχα ακούσει αυτή τη φράση, μια στιγμή όμως της έδωσα τη σημασία που της άξιζε, όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου, πριν μερικά χρόνια, ήθελα όλα να τα αλλάξω, αλλά "δεν μπορούσα".
Γύρω μου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι- μαζί με μενα, όλων των ηλικιών, με το "Σύνδρομο του Καλού Παιδιού". Δεν γνωρίζω αν υπάρχει τέτοιος όρος στην ψυχολογία, περιγράφει όμως βιώματα, εξαιτίας των οποίων πολύ από μας υποφέρουν ή υπέφεραν και που για τους περισσότερους παρερμηνεύονται ως αρετές.
Τα "καλά παιδιά" λοιπόν, κανείς δεν τα γνωρίζει στην πραγματικότητα, έτσι όπως κυρτώνουν τη ράχη τους κάτω από το βάρος αυτής της ακριβά δωρισμένης "καλοσύνης". "Καλά παιδιά" γίνονται από επιταγή, όχι επιλογή. Οι προδιαγραφές τους ξεκινούν με το "να" ή το "να μην" σε προτρεπτική υποτακτική ή προστακτική. Η μηχανική τους λειτουργία αποσκοπεί στο να ικανοποιούν πρωτίστως τους γύρω τους και να ικανοποιούνται από την ικανοποίηση αυτή.
Μιλούν σαν τις κούκλες των εγγαστρίμυθων, όχι από ανικανότητα να εκφράστουν- άλλωστε είναι αυτεπαγγέλτως καλοί μαθητές- αλλά γιατί πρέπει να εκφράζονται με συγκεκριμένο τρόπο, παγερά ευγενικό ή εκβιαστικά εγκάρδιο: "τι σου έχω πει ότι λένε τα καλά παιδιά;". Οι ερωτήσεις που τους απευθύνονται, μοιάζουν σαν αυτές που οι αργόσχολοι απευθύνουν στις μάινες και τους βασιλικούς παπαγάλους "Είσαι, λοιπόν, καλό παιδί;". κι εσύ κοιτάς ενοχικά τους γεννήτορες ψάχνοντας απεγνωσμένα να επιβεβαιώσεις την πεποίθηση, πριν απαντήσεις ψιθυριστά, σχεδόν ενοχικά "ναί, είμαι...", τρέμοντας μήπως κάτι στη στάση ή στα λόγια σου αποδείξει το αντίθετο.
Τα "καλά παιδιά" είναι φαντάσματα. Προσπαθούν να περνούν απαρατήρητα, να είναι ήσυχα, διακριτικά και σε κάθε βήμα αλαφιάζονται μήπως πατήσουν τη νάρκη του σφάλματος και ακούσουν τη φωνή του αδέκαστου κριτή να τα κατακεραυνώνει: "κι εγώ που νόμιζα ότι ήσουν καλό παιδί...".Δεν τολμούν να ζητήσουν, να απαιτήσουν: "τι σου έχω πει; δεν είναι σωστό να ζητάς!". Δεν τολμούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους: "τα καλά παιδιά δεν θυμώνουν", "τα αγόρια δεν κλαίνε", "οι δεσποινίδες δεν μιλάνε άσχημα". Τι γυάλα με φορμόλη είναι πάλι αυτή η "δεσποινίδα";
Τα "καλά παιδιά" δίνουν εξετάσεις. Κάθε μέρα. Και καμιά φορά παίρνουν πτυχίο κοινωνικής έγκρισης, ιδίως συγκρινόμενα με τα "κακά παιδιά"- φίλους, αδέρφια, ξαδέρφια. Γι` αυτό έχουν πολλούς αντίζηλους και εχθρούς. Το leit motiv "είσαι καλό παιδί, γι` αυτό σε ζηλεύουν" ακούγεται σαν επιβράβευση στα χείλη των ειδημόνων.
Τα "καλά παιδιά" είναι καρμπόν. Γεννιούνται για να δικαιώνουν τους γεννήτορες. "Εμένα το παιδί μου θα γίνει...". Όταν αποκλίνουν κάπως, τα σμιλεύουν με υπομονή και κυρίως επιμονή, για να μην εμποδίζουν οι αιχμηρές γωνίες την κατρακύλα. Δεν έχουν χαρακτήρα, μόνο επιθετικό προσδιορισμό, λίαν επιθετικό κάποτε και στενό, σαν κακοραμμένο κοστούμι.
Τα "καλά παιδιά" δεν κρίνουν, για να μην κριθούν και αναιρεθεί κάποτε ο τίτλος τους και βρεθούν υπόλογα.
Πληγώνονται, αλλά δεν πληγώνουν. Όταν προκαλέσουν κάποιο πλήγμα, άθελά τους συνήθως, ζουν με τις ενοχές για χρόνια. Ακόμα θυμούνται κάποιο σπασμένο βάζο ή έναν λεκέ στο καινούριο χαλί.
Είναι εκεί για να βοηθούν, αλλά όχι για να βοηθιούνται. Άλλωστε είναι αρκετά δυνατά και τα καταφέρνουν μόνα τους, "δεν έχουν ανάγκη".
Ξέρουν να υπομένουν και να αυτο- θεραπεύονται. Τα "καλά παιδιά" δεν πρέπει να γίνονται φορτικά στους άλλους. Προβλέπεται τα προβλήματά τους να τα λύνουν μόνα τους.
Δεν κάνουν τίποτα που θα τσαλάκωνε την εικόνα τους, διαψεύδοντας στερεότυπες προσδοκίες. Δεν έχουν αυτοπεποίθηση, παρ` όλο που όλοι τα θεωρούν πρότυπα, γιατί ο εαυτός τους δεν τους ανήκει.
Υπερ- προσπαθούν να είναι υπερ- διακριτικά και γι` αυτό συχνά τα "καλά παιδιά" "είναι ψώνια".
Υπερ- προσπαθούν να είναι υπερ- διακριτικά και γι` αυτό συχνά τα "καλά παιδιά" "είναι ψώνια".
Όμως...
Έρχεται κάποτε η στιγμή, για κάποια από αυτά- όχι όλα δυστυχώς- που ένα τυχαίο πετραδάκι σπάει τη βιτρίνα. Και το καλό παιδί βγάζει το κεφάλι διστακτικά έξω από το κελί του. Φόβος και περιέργεια μαζί το κυριεύουν. Όταν κανείς δεν κοιτάζει, βγαίνει από το κελί και περπατάει στην πόλη. Απεκδύεται το στενό του κοστούμι, παίρνει βαθειά αναπνοή, όσο μπορεί. Γιατί το φόβο του παντεπόπτη οφθαλμού, που ελέγχει κάθε στιγμή τις πράξεις του και την ενοχή για όσα θα ήθελε να έχει ή να είναι την κουβαλάει μέσα του, την κρατάει από το χέρι. Δεν μπορεί να την απαρνηθεί, γιατί είναι η προέκτασή του.
Πείθει όμως τον εαυτό του να δοκιμάσει.
Το πρόβλημα είναι να αντέξει την απορία, τον τρόμο και την αποστροφή στα μάτια των άλλων, όταν θα πει για πρώτη φορά "όχι", "δεν θέλω", " δεν μ` αρέσει", "δεν είμαι". Θα μαζευτεί, θα μετρήσει τις πληγές της απόρριψης, θα αναμετρηθεί με την ενοχή του να μην είναι πια και τόσο καλό παιδί. Θα κρυφτεί για λίγο πίσω από τη γνώριμη ασφάλεια της σιωπής, αλλά το πρώτο βήμα θα έχει γίνει ήδη. Και θα υπάρξουν κι άλλα.
Το πρόβλημα είναι να μπορέσει να εκφράσει τα συναισθήματά του. Και πρόβλημα θα είναι και όταν τελικά το κάνει. Όταν θα πει με αυξανόμενη ένταση "φοβάμαι", "είμαι θυμωμένος", "σ` αγαπώ" και θα τα έχει όλα ξεβολέψει από το γνώριμο τόπο τους, στα παρασκήνια, ξεσκεπάζοντας την αμοιβαία καθιερωμένη υποκρισία.
Το πρόβλημα θα είναι όταν θα του αρνηθούν τις απαντήσεις. Να συνεχίσει, να μη λυγίσει κι ας φοβάται ότι θα χρειαστεί να ζήσει για λίγο με το φόβο του "ενοχλητικού" και του "αδιάκριτου", με την ενοχή του θράσους.
Τα καλά παιδιά δεν θέλουν να πάνε στον Παράδεισο.. να ζήσουν θέλουν....
Καθημερινές συνομιλίες των καλών παιδιών με τον εαυτό τους:
-να μιλήσω ή να σωπάσω; μήπως φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση; μήπως να το χειριστώ μόνος μου; καλύτερα μόνος μου...
-να πάρω τηλέφωνο; πρέπει να πάρω τηλέφωνο; μήπως ενοχλήσω; σίγουρα θα ενοχλήσω, ας με πάρουν εκείνοι, όταν θέλουν. Άλλωστε δεν είχα και τίποτα σημαντικό να τους πω...
-να του πω ότι είμαι περήφανη γι` αυτόν; μήπως με παρεξηγήσει; μήπως νομίσει ότι κάτι άλλο θέλω ή εννοώ; ας μην του το πω καλύτερα....
-να βάλω τη μπλε ή την πορτοκαλί μπλούζα; μήπως φανεί "κάπως";
να πάρω πρωτοβουλία; ή μήπως νομίζουν ότι "πήρα αέρα"; κι αν δεν πάρω, μήπως πουν ότι τεμπελιάζω; ας περιμένω ακόμα λίγο και θα δω...
- να πω ότι δεν πεινάω ή θα νομίζουν ότι δεν τους καταδέχομαι; ας φάω λίγο με το ζόρι...
Σχόλια