Το βελονάκι

Τα χέρια της δούλευαν ακάματα. Από το ξημέρωμα ως τη νύχτα να ζυμώσει, να θερίσει, να ψήσει, να βάλει μπουγάδα, να πλύνει και να ταΐσει παιδιά, να σαρώσει, να σφουγγίσει. Χέρια φαγωμένα από τα κρύα, τη σκληρή δουλειά και ένα παλιό ατύχημα, που παραμόρφωσε το αριστερό της. Είχε μάθει να μην του δίνει σημασία, να μην το χρησιμοποιεί ως δικαιολογία. Καμιά φορά το καταριόταν, "το χέρι μου το ρημάδι" παραπονιόταν, το ρημαγμένο της χέρι, μα αυτό ήταν όλο. Εκείνο έκανε ό, τι το πρόσταζε, κι έτσι με τα χρόνια φίλιωσαν, δεν το αναθεμάτίζε, δεν την εμπόδιζε να κάνει αυτό που ήθελε. Έπειτα, όλοι οι χωριάτες είχαν από νέοι να μετρούν τις αναπηρίες τους ο καθένας, άλλος μέση, άλλος γόνατα, άλλος πλεμόνια. 

Σαν καθόταν ν`αποστάσει καμιά Κυριακή μετά την εκκλησία, έπιανε το βελόνι. Καμιά ώρα να μην πάει χαμένη. Σαν Κλωθώς και Λάχεσις και Άτροπος μαζί, δούλευε το νήμα, για να του δώσει σχήμα και προορισμό μετρώντας θηλιά την θηλιά τη ζωή της. Ήθελε να την πιάσει εκεί, σαν αράχνη που παγιδεύει στον ιστό τα θύματά της, Το δικό της θύμα ήταν ο Χρόνος, που, αν και άυλος, αιχμαλωτιζόταν μέσα εκεί και μπορούσες πια να τον δεις, να τον μετρήσεις, ακόμα και να τον θαυμάσεις. Μήκος, πλάτος, ύψος, χρόνος - η τέταρτη διάσταση. 

Μα τι ήξερε εκείνη από όλα αυτά; μόνο μέχρι την δευτέρα δημοτικού είχε πάει σχολείο. Τι ήταν οι διαστάσεις δεν ήξερε, κι ας έδινε στα πράγματα τη δική τους διάσταση, κι ας έπαιζε κρυφτό και κυνηγητό με τον Χρόνο. Στο τέλος πάντα τον κέρδιζε, τον έκλεινε μέσα στις θηλιές του βελονιού. Ήξερε πως στο τέλος θα κέρδιζε εκείνος, μα ας ήταν μόνο μία φορά το κέρδος του. 
Όταν χρειαζόταν χρόνο, τον έπλεκε, Μάκραινε την μέρα και τα χρόνια να προφτάσει. Να δει εγγόνια και δισέγγονα, να τα κρατήσει με το ρημάδι της το χέρι και `κει πάνω να πει του Χρόνου "Πάλι σε νίκησα, βλέπεις; Δεν κοτάς να `ρθεις". 

"Πιάσε μου το *πόμολο, να πλέξω", σου έλεγε καμιά φορά τα καλοκαιρινά μεσημέρια που η ζέστη σε αποκοιμούσε, μα εκείνη δεν το έβαζε κάτω, ήταν η ώρα να πιάσει το βελόνι, που σαν παράστατης σε σημαία περίμενε πίσω από την πόρτα μέσα στην κρεμασμένη τσάντα με τα νήματα. 

Κρατούσε το βελόνι σαν μαέστρος σε μια σύνθεση πόντων. Μετρούσε ψιθυριστά και κομπιάζε σαν βιρτουόζος. Έριχνε μια ματιά στο σχέδιο και ξεκινούσε το μέτρημα. Σαν έμπαινε σε ρυθμό, μπορούσε να αποξεχαστεί με τις ώρες. Δεν την ενοχλούσες, ήταν σαν να προσευχόταν κρατώντας ένα ροζάριο στα χέρια της. Καμιά φορά σιγοσφύριζε κάποιον σκοπό και άλλοτε σιγοτραγουδούσε σαν να διάβαζε πάνω στο πλεκτό μια παλιά παρτιτούρα που μόνο μια υφάντρα ξέρει να διαβάζει. 

"Μα πώς το κάνεις αυτό, γιαγιά; πώς παίρνεις μια ίσια κλωστή και την κάνεις δαντέλα;" απορούσες. Στα μάτια σου φάνταζε σαν να γήτευε με το βελόνι την κλωστή κι αυτή γεννούσε σχήματα. 
Πώς από το τίποτα φτιάχνεις κάτι;

Σταυροί και λουλούδια και πουλιά, γεωμετρικά μοτίβα πανάρχαια, ετοιμάζονταν για να ντύσουν παστάδες και τραπέζια και κομοδίνα Σαν την επιδέξια Αράχνη του μύθου, που καμώθηκε πως ήταν η καλύτερη υφάντρα του κόσμου, έπλεξε τη ζωή άλλοτε με χοντρό και άλλοτε με λεπτό βελονάκι. Το πόμολο σαν δοξάρι βιολιού, σιγά σιγά έκανε το ευθυτενές νήμα δαντέλα και καμιά φορά ξέφευγε στο μέτρημα και πάλι από την αρχή ξήλωμα και πλέξιμο. Σε αυτό μονάχα δεν έμοιαζε στις Μοίρες, Εκείνη μπορούσε να ξηλώσει και να πλέξει από την αρχή, αν έκανε λάθος. Μα η Άτροπος σαν έπαιρνε το ψαλίδι, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Έλεγες ότι η γιαγιά έπιανε το νήμα από κει που είχε κοπεί, να το ξαναδέσει σε καινούριο πλεκτό, να προλάβει την αδίστακτη Μοίρα. Σήμερα τα πλεκτά της μαρτυρούν την πάλη αυτή. 

Έτοιμαζε προικιά για κόρες και εγγόνια. φανταζόταν γάμους και βαφτίσεις και γιορτές στολισμένες με κοφτά και καρεδάκια. Έπρεπε όλοι να έχουν το μερίδιό τους, να μην κακοφανιστούν. | "Εμένα δεν θα μου πλέξεις κουβέρτα; στην εγγονή σου γιατί έπλεξες; - "Θέλω κι εγώ γλώσσες, μάνα, να βάλω στο μπουφέ". Κι εκείνη έπλεκε την τρυφερότητα και την αγάπη με το καλό το νήμα, για να μη νομίσεις πως σε διακρίνει λιγότερο από τους άλλους, Το πλεκτό ήταν ο δικός της τρόπος να δηλώσει την αγάπη της, μια που στις λέξεις δεν ήταν μαθημένη. 

 Όλα γίνανε, και γάμοι και γεννήσεις και γιορτές και βαφτίσεις,  μα τα πλεκτά έμειναν κλεισμένα σε μπαούλα και ντουλάπες. Ας είναι. 

Πριν σηκωθεί απο την καρέκλα της, επιθεωρούσε το έργο της. Μετρούσε για μια ακόμα φορά, μήπως κάποιος πόντος έλειπε και δημιουργούσε παραφωνία. Καμάρωνε σιωπηλά. Χάιδευε το έργο της με τα αγριεμένα δάχτυλα, σαν τον τυφλό που ψηλαφεί για να γνωρίσει και  να καταλάβει.  Ή σαν να χάιδευε τον εαυτό της, Να του έλεγε το μπράβο που δεν ερχόταν από πουθενά αλλού, μα εκβιαζόταν από ένα διακριτικό "Σ`αρέσει; καλό δεν είναι;"

Πιάνω το πόμολο στο χέρι μου. Γυαλίζει κάτω από το φως της λάμπας σαν χειρουργικό μαχαίρι, έτσι όπως κάνει τομή στις μνήμες. Το πόμολο της γιαγιάς είναι δικό μου τώρα, έστω κι αν μπορώ να το κρατάω μόνο σαν συλλέκτης. Μυρίζω το νήμα, μυρίζει πολυκαιρία και χωριάτικο σαπούνι. Το χαϊδεύω και είναι σαν να αγγίζω τα ροζιασμένα της δάχτυλα. Η πλεκτή παιδική μου μνήμη. 

Σαν σηκώθηκε τελευταία φορά από την καρέκλα και άνοιξε την πόρτα, την υποδέχτηκε ο χρόνος, ρίχνοντας στους ώμους της το σάλι που είχε καρτερικά πλέξει με 95 επί 95 επί 95 επί 95 πόντους. Άφησε πίσω της το πεμπτο δάκτυλο του αριστερού χεριού της, το πόμολο του πλεξίματος, και μπόλικο νήμα, να πούμε την ιστορία της. 



*πόμολο: το βελονάκι
φωτ.1: Σκίτσο της γιαγιάς του γλύπτη Χρήστου Γεωργίου
φωτ.:2 Νικολάου Γύζη: «Γιαγιά που πλέκει»

Σχόλια